- ανιστορησια
- ἀνιστορησίαἡ незнание истории Cic.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ανιστορησία — η (Α ἀνιστορησία) [ανιστόρητος] άγνοια της ιστορίας, έλλειψη ιστορικής παιδείας … Dictionary of Greek
ανιστορικότητα — η 1. ανιστορησία* 2. έλλειψη ιστορικής σπουδαιότητας … Dictionary of Greek